ItalianoGreco


collimatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kollimaˈtore]

1 συσκευή δημιουργίας παράλληλης δέσμης
2 συσκευή δέσμης σωματιδίων
3 συσκευή δέσμης νετρονίων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---