ItalianoGreco


colluttazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kolluttatˈtsjone]

1 τσακωμός
2 φασαρία
3 καβγάς
4 συμπλοκή
5 αγώνας για υπεροχή ή κυριαρχία
6 φιλονικία
7 διαπληκτισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---