colmàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kolˈmata]
1 έκταση αποξηραμένη
2 περιοχή που έχει προέλθει από αποξήρανση
3 παράχωμα
4 στέψη
5 ανάχωμα
6 φράξιμο με εναπόθεση λάσπης
7 απόφραξη με λάσπη
8 πρόχωμα
9 ανάκτηση εδάφους
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kolˈmata]
1 έκταση αποξηραμένη
2 περιοχή που έχει προέλθει από αποξήρανση
3 παράχωμα
4 στέψη
5 ανάχωμα
6 φράξιμο με εναπόθεση λάσπης
7 απόφραξη με λάσπη
8 πρόχωμα
9 ανάκτηση εδάφους
permalink
colmata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android