ItalianoGreco


compensazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kompensatˈtsjone]

1 τακτοποίηση πλοίου σε τελωνείο
2 συμψηφισμός
3 επανόρθωση
4 ανταμοιβή
5 αποζημίωση
6 κλίριγκ
7 αντιστάθμισμα
8 αντιστάθμιση
9 αποσαφήνιση
10 εμπορική ανταλλαγή προὶόντων
11 εκκαθάριση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---