competènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kompeˈtɛnte]
1 ειδήμων
2 ενήμερος
3 μυημένος
4 μπασμένος (στην υπόθεση)
5 ειδικός
6 γνώστης
7 εξπέρ
8 εμπειρογνώμονας
competènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kompeˈtɛnte]
1 κατάλληλος
2 εύθετος
3 εντεταλμένος
4 ικανός
5 άξιος
6 πρόσφορος
7 κατάλληλος
8 επαρκής
9 ικανός
10 αρμόδιος
11 πρόσφορος
12 υπεραρκετός
13 ικανοποιητικός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kompeˈtɛnte]
1 ειδήμων
2 ενήμερος
3 μυημένος
4 μπασμένος (στην υπόθεση)
5 ειδικός
6 γνώστης
7 εξπέρ
8 εμπειρογνώμονας
competènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kompeˈtɛnte]
1 κατάλληλος
2 εύθετος
3 εντεταλμένος
4 ικανός
5 άξιος
6 πρόσφορος
7 κατάλληλος
8 επαρκής
9 ικανός
10 αρμόδιος
11 πρόσφορος
12 υπεραρκετός
13 ικανοποιητικός
permalink
competente (ουσ αρσ και θηλ.)
competente (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android