cómpito
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkompito]
1 (incarico, dovere) το καθήκον
2 (a scuola) το διαγώνισμα
compìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [komˈpito]
1 καλοαναθρεμμένος
2 καλλιεργημένος
3 ιπποτικός
4 καλότροπος
5 φίνος
6 ντελικάτος
7 λεπτός
8 αβρός
9 αυτός που έχει λεπτούς τρόπους
10 ευγενικός
11 αβρόφρων
12 ευπρεπής
13 ευγενής
14 διακριτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkompito]
1 (incarico, dovere) το καθήκον
2 (a scuola) το διαγώνισμα
compìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [komˈpito]
1 καλοαναθρεμμένος
2 καλλιεργημένος
3 ιπποτικός
4 καλότροπος
5 φίνος
6 ντελικάτος
7 λεπτός
8 αβρός
9 αυτός που έχει λεπτούς τρόπους
10 ευγενικός
11 αβρόφρων
12 ευπρεπής
13 ευγενής
14 διακριτικός
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
fare i compiti = κάνω τις ασκήσεις
compito (ουσ αρσ )
compito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android