ItalianoGreco


comprométtere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komproˈmettere]

1 ρισκάρω
2 διακυβεύω
3 αναγκάζω σε εμπλοκή
4 μπλέκω
5 συμβιβάζομαι
6 κάνω παραχώρηση
7 διακινδυνεύω
8 συμβιβάζω

compromettersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [komproˈmettersi]

1 επιφορτίζομαι σε δράση
2 δεσμεύομαι
3 συμβιβάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---