ItalianoGreco


compunzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kompunˈtsjone]

1 μετάνοια
2 ηθικός ενδοιασμός
3 υποκριτική μεταμέλεια
4 μεταμέλεια
5 τύψεις (συνείδησης)
6 έλεγχος συνείδησης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---