ItalianoGreco


comùne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈmune]

ο δήμος

comùne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koˈmune]

1 κολεκτίβα
2 κομμούνα
3 κομμούνα (του Παρισιού)

comùne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koˈmune]

κοινός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere qualcosa in comune = έχω κάτι κοινό || luogo [αρσ.] comune = ο κοινός τόπος || senso [αρσ.] comune = το κοινό νους



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---