ItalianoGreco


condizionàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]

1 δοκιμασία
2 διάρκεια αστυνομικής επιτήρησης
3 αστυνομική επιτήρηση

condizionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kondittsjoˈnale]

1 εξαρτώμενος
2 ο υπό όρους
3 γενόμενος υπό όρους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z