ItalianoGreco


condizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konditˈtsjone]

η κατάσταση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a certe condizioni = υπό όρους || a condizione che = με τον όρο ότι || alle stesse condizioni = με ίσους όρους || condizioni [θηλ. πλυθ.] = οι συνθήκες [f.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z