ItalianoGreco


condótto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈdotto]

1 κανάλι μεταφοράς
2 πόρος
3 αγωγός
4 γιατρός (αγροτικός ή κοινοτικός)
5 σωλήνας

condótto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈdotto]

δημοτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z