ItalianoGreco


conducènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konduˈʧɛnte]

1 ενοικιαστής
2 κολίγας
3 κάτοχος μισθωμένου μέσου ή γης
4 οδηγός
5 σοφέρ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z