ItalianoGreco


congruità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kongruiˈta]

1 ταύτιση
2 συνταυτισμός
3 συμφωνία
4 συνταύτιση
5 σύγκλιση
6 σύμπτωση απόψεων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z