còngruo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔngruo]
1 ικανοποιητικός
2 επαρκής
3 πρέπων
4 συγκλίνων
5 αρκετός
6 υπεραρκετός
7 αρμονικός
8 κατάλληλος
9 σύμφωνος
10 αρμόζων
11 ταιριαστός
12 βολικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔngruo]
1 ικανοποιητικός
2 επαρκής
3 πρέπων
4 συγκλίνων
5 αρκετός
6 υπεραρκετός
7 αρμονικός
8 κατάλληλος
9 σύμφωνος
10 αρμόζων
11 ταιριαστός
12 βολικός
permalink
congruo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android