ItalianoGreco


cònsole  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔnsole]

ο πρόξενος

console  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈsɔl]

1 κονσόλα μουσικού οργάνου
2 κονσόλα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z