ItalianoGreco


consolidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoliˈdare]

1 ενισχύω
2 παγιώνω
3 παρέχω πόρους με επιτόκιο
4 χρηματοδοτώ
5 σκληραίνω
6 ισχυροποιώ
7 δυναμώνω
8 εδραιώνω

consolidàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsoliˈdarsi]

1 εδραιώνομαι
2 παγιώνομαι
3 ισχυροποιούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z