ItalianoGreco


contadìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontaˈdino]

ο αγρότης, ο χωριάτης, η χωριάτισσα

contadìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontaˈdino]

1 ρουστίκ
2 απότομος
3 αγροίκος
4 χωριάτικος
5 βλάχικος
6 αγροτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---