Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcordonàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kordoˈnata] 1 δρόμος με πέτρινα σκαλοπάτια 2 πέτρινο κεκλιμένο επίπεδο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |