ItalianoGreco


corteggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kortedʤaˈmento]

1 χαριεντισμός
2 καμάκι
3 πονηριά
4 μπερμπαντιά
5 ζαχάρωμα
6 ερωτοτροπία
7 φλερτ
8 κόρτε


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---