ItalianoGreco


córso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkorso]

1 (scolastico) ο κύκλος σπουδών
2 (strada) ο δρόμος, η πορεία, η λεωφόρος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corso [αρσ.] legale = η εγκυρότητα || nel corso di = στο πέρασμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---