ItalianoGreco


cortìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈtina]

1 αυλαία
2 παραπέτασμα
3 κουρτίνα
4 προπέτασμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cortina [θηλ.] di ferro = το σιδηρούν παραπέτασμα || cortina [θηλ.] di fumo = το προπέτασμα καπνού



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---