ItalianoGreco


córto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkorto]

βραχυκύκλωμα

córto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkorto]

κοντός (-ή, -ό), βραχύς (-εια, -ύ)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corto circuito [αρσ.] = το βραχυκύκλωμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---