ItalianoGreco


costituzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kostitutˈtsjone]

1 ίδρυση
2 σύμπηξη
3 σύσταση
4 στήσιμο
5 καθίδρυση
6 συγκρότηση
7 θεμελίωση
8 οργανισμός
9 δημιουργία
10 ενίδρυση
11 κράση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---