còttimo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔttimo]
1 κατ' αποκοπή δουλειά
2 πληρωμή με κίνητρα
3 με το κομμάτι (δουλειά)
4 συμβόλαιο μεροκαματιάρη
5 σύμβαση με απολαβές ανάλογα με την παραγόμενη ποσότητα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔttimo]
1 κατ' αποκοπή δουλειά
2 πληρωμή με κίνητρα
3 με το κομμάτι (δουλειά)
4 συμβόλαιο μεροκαματιάρη
5 σύμβαση με απολαβές ανάλογα με την παραγόμενη ποσότητα
permalink
cottimo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android