còtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtto]
1 τουβλόκτιστος
2 πηλός (τερακότα)
3 πλίνθος
còtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtto]
ψημένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtto]
1 τουβλόκτιστος
2 πηλός (τερακότα)
3 πλίνθος
còtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtto]
ψημένος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
ben cotto = καλοψημένος || bistecca [θηλ.] ben cotta = η μπριζόλα καλοψημένη || dolce [αρσ.] cotto al forno = το γλυκό ταψιού || poco cotto = μισοψημένος || prosciutto [αρσ.] cotto = το ατμού χοιρομέρι
cotto (ουσ αρσ )
cotto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android