crac
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkrak]
1 κατάρρευση (στρατού πχ)
2 πτώχευση
3 φιάσκο
4 νευρική κατάπτωση
5 κατάρρευση σωματική ή ψυχική
6 πανωλεθρία
7 πτώση
8 συντριβή
9 σπάσιμο
10 κατάπτωση
11 καταστροφή
12 κραχ
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkrak]
1 κατάρρευση (στρατού πχ)
2 πτώχευση
3 φιάσκο
4 νευρική κατάπτωση
5 κατάρρευση σωματική ή ψυχική
6 πανωλεθρία
7 πτώση
8 συντριβή
9 σπάσιμο
10 κατάπτωση
11 καταστροφή
12 κραχ
permalink
crac (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android