ItalianoGreco


crànico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkraniko]

κρανιακός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


trauma [αρσ.] cranico = η κρανιακή κάκωση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---