ItalianoGreco


crédere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkredere]

1 πίστη
2 γνώμη
3 κρίση

crédere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkredere]

1 πιστεύω
2 (pensare) νομίζω

crédersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkredersi]

1 πιστεύω ότι είμαι
2 νομίζω ότι κάποιος είναι
3 πιστεύω στον εαυτό μου
4 σκέφτομαι σοβαρά και προσεκτικά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


credo di no = πιστεύω πως όχι || credo di sì = πιστεύω πως ναι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---