ItalianoGreco


credibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kredibiliˈta]

1 φερεγγυότητα
2 αξιόχρεο
3 πίστη
4 αξιοπιστία
5 εμπιστοσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---