ItalianoGreco


crociàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧato]

σταυροφόρος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


parole [θηλ. πλυθ.] crociate = το σταυρόλεξο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---