ItalianoGreco


cuòre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔre]

η καρδιά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nel cuore di ... = στη μέση του...



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---