ItalianoGreco


cuòio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔjo]

το πετσί, το δέρμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cuoio [αρσ.] capelluto = το τριχωτό της κεφαλής



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---