ItalianoGreco


daffàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dafˈfare]

1 μονότονη δουλειά ή ρουτίνα
2 αποστολή
3 δουλειά
4 εργασία
5 ενεργητικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---