Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dàfnia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdafnja]

οστρακόδερμο Daphnia pulex


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dafne daga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dadaista (ουσ αρσ και θηλ.)
dadaista (επίθ.)
dado (ουσ αρσ )
daffare (ουσ αρσ )
dafne (θηλ.ουσ)
dafnia (θηλ.ουσ)
daga (θηλ.ουσ)
dagherrotipia (θηλ.ουσ)
dagherrotipo (ουσ αρσ )
dagli (επιφ.)
dài (επιφ.)
daina (θηλ.ουσ)
daino (ουσ αρσ )
dal (έναρθ. πρόθ.)
dalia (θηλ.ουσ)
dallato (επίρ.)
dalmata (ουσ αρσ και θηλ.)
dalmata (επίθ.)
dalmatica (θηλ.ουσ)
dalmatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---