ItalianoGreco


davantìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [davanˈtino]

1 κεντητή ποδιά
2 φωνακλάς σαλιάρης
3 δαντελωτό κέντημα μπούστου
4 σαλιάρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z