ItalianoGreco


debilitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [debilitatˈtsjone]

1 αποδυνάμωση
2 ατόνηση
3 χαλάρωση
4 καταπόνηση
5 εξασθένιση
6 αδυνάτισμα
7 εξουθένωση
8 κατάπτωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---