ItalianoGreco


débito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdebito]

το χρέος, η οφειλή

débito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdebito]

1 κατάλληλος
2 πρέπων
3 οφειλόμενος
4 εύθετος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere un debito = χρεωστώ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z