ItalianoGreco


decampàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dekamˈpare]

1 παραδίνομαι
2 ξεσηκώνω στρατόπεδο
3 διαλύω στρατόπεδο
4 αφήνω το στρατόπεδο
5 εγκαταλείπω
6 παρατώ
7 φεύγω
8 απομακρύνομαι
9 αποχωρώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z