ItalianoGreco


decàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈkano]

1 πρύτανης διπλωματικού σώματος
2 κοσμήτορας
3 πρύτανης
4 αρχαιότερο μέλος
5 πρωτοπρεσβύτερος
6 πρωθιερεύς
7 αρχιμανδρίτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z