ItalianoGreco


dedicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dediˈkare]

αφιερώνω

dedicàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dediˈkarsi]

1 προσηλώνομαι
2 συγκεντρώνομαι
3 αφιερώνομαι
4 αφοσιώνομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dedicarsi anima e corpo = πέφτω με τα μούτρα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z