ItalianoGreco


dèdito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛdito]

1 εθισμένος
2 απορροφημένος
3 προσηλωμένος
4 δοσμένος
5 αφοσιωμένος
6 αφιερωμένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


è dedito al lavoro = την πονάει την δουλειά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z