ItalianoGreco


deficitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [defiʧiˈtarjo]

1 χρεοκοπημένος
2 που παρουσιάζει ζημιές στον ισολογισμό
3 παθητικός
4 ανεπαρκής
5 ελλειμματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z