ItalianoGreco


deformàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deforˈmare]

1 παραποιώ
2 αλλοιώνω
3 διαστρεβλώνω
4 εξαρθρώνω
5 κάμπτω
6 λυγίζω από εξωτερική ισχύ
7 στραμπουλίζω
8 διαστρέφω
9 ξεφορμάρω
10 παραμορφώνω
11 ασχημίζω
12 στραβώνω
13 στρεβλώνω
14 μεταβάλλω

deformàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deforˈmarsi]

παραμορφώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z