ItalianoGreco


degradazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [degradatˈtsjone]

1 εκφυλισμός
2 αθλιότητα
3 υποβάθμιση
4 ξεπεσμός
5 απόταξη (αξιωματικού)
6 επιβράδυνση νετρονίων
7 χημική αποικοδόμηση
8 διάσπαση σε μέρη
9 αποσάθρωση από διάβρωση
10 υποβίβαση
11 χαμήλωμα
12 υποβιβασμός
13 καθαίρεση
14 κατέβασμα
15 εξευτελισμός
16 εξαχρείωση
17 ταπείνωση
18 κατάπτωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---