ItalianoGreco


deiezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dejetˈtsjone]

1 προσχωματική απόθεση
2 κατάλοιπα τριβής ή αποσάθρωσης
3 περιττώματα
4 κένωση των εντέρων
5 χέσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z