deploràre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [deploˈrare]
1 θρηνολογώ
2 θρηνωδώ
3 ολοφύρομαι
4 κατολοφύρομαι
5 μέμφομαι
6 παραπονούμαι
7 αποδοκιμάζω
8 θεωρώ υπεύθυνο κάποιο
9 μύρομαι
10 μοιρολογώ
11 οικτίρω
12 θρηνώ
13 ολολύζω
14 οιμώζω
15 οικτίρω
16 οδύρομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [deploˈrare]
1 θρηνολογώ
2 θρηνωδώ
3 ολοφύρομαι
4 κατολοφύρομαι
5 μέμφομαι
6 παραπονούμαι
7 αποδοκιμάζω
8 θεωρώ υπεύθυνο κάποιο
9 μύρομαι
10 μοιρολογώ
11 οικτίρω
12 θρηνώ
13 ολολύζω
14 οιμώζω
15 οικτίρω
16 οδύρομαι
permalink
deplorare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android