derogatòrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [derogaˈtɔrjo]
1 παράνομος
2 ανάρμοστος (προς θέση κάποιου)
3 ανακλητικός
4 ακυρωτικός
5 υποτιμητικός
6 ταπεινωτικός
7 εξευτελιστικός
8 μειωτικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [derogaˈtɔrjo]
1 παράνομος
2 ανάρμοστος (προς θέση κάποιου)
3 ανακλητικός
4 ακυρωτικός
5 υποτιμητικός
6 ταπεινωτικός
7 εξευτελιστικός
8 μειωτικός
permalink
derogatorio (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android