ItalianoGreco


diàvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdjavolo]

ο διάβολος, ο δαίμονας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al diavolo! = στον κόρακα! || mandare al diavolo qualcuno = στέλνω κανέναν στον διάβολο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---