ItalianoGreco


difensóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [difenˈsore]

1 ο υπερασπιστής, η υπερασπίστρια
2 (avvocato) ο/η συνήγορος

difensóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [difenˈsore]

1 υποστηρίζων
2 αμυνόμενος
3 αμυντικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---